Λόρενς, Τόμας

Λόρενς, Τόμας
(Sir Thomas Lawrence, 1769 – 1830). Άγγλος ζωγράφος. Φιλοτέχνησε τους πρώτους του πίνακες σε πολύ νεαρή ηλικία. Το 1787, στα πλαίσια της πρώτης του επίσκεψης στο Λονδίνο, συνάντησε τον Τζόσουα Ρέινολντς, ο οποίος τον παρότρυνε να καλλιεργήσει το ταλέντο του. Πραγματικά, ο Λ. σπούδασε για ελάχιστο χρονικό διάστημα στη Βασιλική Ακαδημία του Λονδίνου, βασιζόμενος περισσότερο στην προσωπική του έμπνευση και αισθητική. Το 1790 έγινε γνωστός στο ευρύ κοινό, αφού φιλοτέχνησε την προσωπογραφία της ηθοποιού Ελίζαμπεθ Φάρεν. Δύο χρόνια αργότερα αναγορεύθηκε επίσημος ζωγράφος του βασιλιά και από το 1820 ανέλαβε την προεδρία της Ακαδημίας Καλών Τεχνών. Η τέχνη του Λ. ήταν ιδιαίτερης αξίας και μοναδικότητας, με μόνη υπερβολή την εξιδανικευμένη απεικόνιση των προσώπων. Από τα πιο αντιπροσωπευτικά έργα του θεωρούνται οι προσωπογραφίες του, όπως αυτές της δούκισσας του Μπερί, του πάπα Πίου Z’ και του βασιλιά Κάρολου Ι’. Έργα του φιλοξενούνται στην πινακοθήκη του Λονδίνου, στο Μητροπολιτικό Μουσείο της Νέας Υόρκης και στο Ερμιτάζ της Αγίας Πετρούπολης. Προσωπογραφία της βασίλισσας Καρλότας της Αγγλίας, έργο του 1789 του ζωγράφου Τόμας Λόρενς (Εθνική Πινακοθήκη, Λονδίνο).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Λόρενς, Τόμας Έντουαρντ — (Thomas Edward Lawrence, Τρέμαντοκ, Ουαλία 1888 – Ντόρσετ 1935). Βρετανός αρχαιολόγος, στρατιωτικός και συγγραφέας, γνωστός ως Λόρενς της Αραβίας. Διεξήγαγε αρχαιολογικές έρευνες στη Γαλλία, στη Συρία, στη Μεσοποταμία και στην Αίγυπτο, αλλά με… …   Dictionary of Greek

  • Λόρενς της Αραβίας — Βλ. λ. Λόρενς, Τόμας Έντουαρντ …   Dictionary of Greek

  • Ντάρελ, Λόρενς — (Lawrence George Durrell, 1912 – 1990). Άγγλος ποιητής και πεζογράφος (Ινδία 1912). Έζησε για μεγάλο διάστημα στην Κέρκυρα και ύστερα, ως διπλωμάτης, στην Αίγυπτο. Η πόλη της Αλεξάνδρειας αποτέλεσε το φόντο του Κουαρτέτου της Αλεξάνδρειας, μιας… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… …   Dictionary of Greek

  • κινηματογράφος — Μέσο έκφρασης και παρουσίασης, το οποίο χρησιμοποιεί την τεχνική της αποτύπωσης ακίνητων εικόνων σε φιλμ και της προβολής τους σε οθόνη, μέσω τεχνικών διαδικασιών, οι οποίες δημιουργούν την ψευδαίσθηση της κίνησης. Τα κύριαφαινόμενα που συντελούν …   Dictionary of Greek

  • Καναδάς — I Επίσημη ονομασία: Καναδάς Έκταση: 9.970.610 τ. χλμ. Πληθυσμός: 30.007.094 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Οτάβα (827.898 κάτ. το 2001)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Ν με τις ΗΠΑ και στα Δ με την πολιτεία Αλάσκα των ΗΠΑ. Βρέχεται στα Β από… …   Dictionary of Greek

  • Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • Άκαμπα — (al−Aqabah). Πόλη (95.600 κάτ. το 2002) και εμπορικό λιμάνι της Ιορδανίας. Βρίσκεται στην άκρη του ομώνυμου κόλπου, στην περιοχή της Ερυθράς θάλασσας. Η Ά. αναπτύχθηκε ραγδαία τα τελευταία χρόνια με αποτέλεσμα ο πληθυσμός της από 1.700 κατ. στο… …   Dictionary of Greek

  • Αυστρία — I (Αστρον.). Αστεροειδής που επισημάνθηκε στις 18 Μαρτίου 1874. Το αστρικό φωτογραφικό του μέγεθος στη μέση αντίθεσή του είναι 13,1 και σε απόσταση μιας αστρονομικής μονάδας από τη Γη και 10,8 από τον Ήλιο. II Κράτος της κεντρικής… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”